προφορικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προφορικός < (ελληνιστική κοινή) προφορικός < αρχαία ελληνική προφέρω < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oral)
Επίθετο
[επεξεργασία]προφορικός, -ή, -ό
- που εκφέρεται με το στόμα, εκφωνώντας
- ≠ αντώνυμα: γραπτός, (ενδιάθετος)
- (ουσιαστικοποιημένο) (τα) προφορικά: εξετάσεις στις οποίες οι εξεταζόμενοι δεν εξετάζονται γραπτά, αλλά εκφωνούν με το στόμα τις απαντήσεις
- που σχετίζεται με ή αφορά τον ανεπίσημο λόγο - την καθομιλουμένη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προφορικά
- προφορικότητα
- → δείτε τις λέξεις προφέρω και φέρω