oral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oral | oraux |
θηλυκό | orale | orales |
oral (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
oral | oraux |
oral (fr)
- (συνήθως στον πληθυντικό) προφορική εξέταση