στόμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στόμα | τα | στόματα |
γενική | του | στόματος | των | στομάτων |
αιτιατική | το | στόμα | τα | στόματα |
κλητική | στόμα | στόματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόμα < αρχαία ελληνική στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόμα ουδέτερο
- (ανατομία) άνοιγμα στο πρόσωπο των ανθρώπων ή στο κεφάλι των ζώων, που χρησιμεύει στην κατάποση της τροφής και στην ομιλία
- Κλείνε το στόμα σου όταν τρως.
- (μεταφορικά) ένας άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης
- Η μάνα του είχε δέκα στόματα να θρέψει.
- το άνοιγμα μιας κοιλότητας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αηδονόστομος
- αθυρόστομος
- αμβλύστομος
- αμφίστομος
- αποστομώνω
- αχρειόστομος
- βρομόστομα
- δίστομος
- εκστομίζω
- ελευθερόστομος
- κακόστομος
- κυτταρόστομα
- μεγαλόστομος
- μικρόστομος
- μυριόστομος
- ξεστομίζω
- παλιόστομα
- πλατύστομος
- ραμφόστομος
- στενόστομος
- στομαλγία
- στομαλίμνη
- στοματογναθοπροσωπικός
- στοματολογία
- στοματοπάθεια
- στοματοπροσωπικός
- στοματορραγία
- στοματοφάρυγγας
- τετράστομος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ανοίγω το στόμα μου: αρχίζω να μιλώ
- μιλώ
- μπορεί να καθίσει ώρες ολόκληρες χωρίς να ανοίξει το στόμα του
- όποιος ανοίξει το στόμα του, θα φάει ξύλο!
- (μεταφορικά) λέω κουτσομπολιά ή βρισιές
- αλίμονό μας αν ανοίξει το στόμα της, ποιος τη σταματάει!
- μιλώ
- από στόματος : από μνήμης
- βάζω κάτι στο στόμα μου : τρώω κάτι
- μικροί, είμασταν πολύ φτωχοί, ίσα ίσα είχαμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας
- γλυτώνω από το στόμα του λύκου : ξεφεύγω από άμεσο κίνδυνο
- γλυτώνω από του χάρου το στόμα : ξεφεύγω από θανάσιμο κίνδυνο
- κλείνω / βουλώνω το στόμα κάποιου :
- τον διακόπτω ενώ μιλά (συνήθως με προσβλητικό τρόπο)
- φέρνω τέτοια επιχειρήματα που τον αναγκάζουν να σταματήσει να μιλά
- με μισό στόμα : χωρίς να το θέλω πραγματικά
- συμφώνησε με μισό στόμα
- μ' ένα στόμα : όλοι μαζί, ομόφωνα
- όλοι μαζί, μ' ένα στόμα, φώναξαν: «Ζήτω!»
- μένω με το δάχτυλο στο στόμα : περιμένω κάποιον για πολλή ώρα
- μένω με το στόμα ανοιχτό : παραμένω έκπληκτος → βλέπε έκφραση: μένω άγαλμα
- πέφτω στο στόμα του λύκου : πέφτω σε παγίδα
- στόμα απύλωτο : άνθρωπος που διαδίδει ψεύδη εις βάρος κάποιου
- το πήρες από το στόμα μου : ετοιμαζόμουν να το πω και το είπες πριν
- στο στόμα μου το έχω:
- δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τη λέξη
- είμαι έτοιμος να ξεστομίσω κάτι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
στόμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το στόμα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | στόμα | στόματε | στόματα |
Γενική | στόματος | στομάτοιν | στομάτων |
Δοτική | στόματι | στομάτοιν | στόμασι |
Αιτιατική | στόμα | στόματε | στόματα |
Κλητική | στόμα | στόματε | στόματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το στόμα
- όργανο της φωνής, λαλιά, ομιλία
- δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματα
- λόγια, εκφράσεις, τρόπος έκφρασης, η γλώσσα που χρησιμοποιεί κάποιος
- τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα
- τό σόν στόμα ἐλεινόν - κἂν καλὸν φορῇ στόμα
- προφορικός
- ἀπὸ στόματος εἰπεῖν (από μνήμης, χωρίς γραπτά)
- στόμιο, εκβολές
- στόμα τοῦ Πόντου - Τό ἄνω στόμα τῆς διώρυχος
- χάσμα, ρήγμα
- άνοιγμα, είσοδος
- στόμα φρέατος
- ἑπτάπυλον στόμα (οι επτά είσοδοι της Θήβας)
- το πρόσθιο, μπροστινό μέρος, μέτωπο
- ἀπό στόματος (τα πρόσθια στρατεύματα στη μάχη σε αντιδιαστολή προς την οπισθοφυλακή: ἀπὸ τῆς οὐρᾶς)
- πρόσωπο
- κατὰ στόμα : κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, μπροστά σου
- άκρο, χείλος, κορυφή, το όριο
- ἄκρον στόματος πύργων
- τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν; (: ποιός έδωσε στους συμμάχους τόσο θάρρος όσο ο Αγησίλαος, που τώρα είναι στο κατώφλι του θανάτου;)
- τό στόμα τῆς αἰχμῆς (το μυτερό άκρο του όπλου)
- (μεταφορικά) αυτό που καταπίνει
- πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα (: πόλεμος, το στόμα της μάχης, δηλ. που καταπίνει σαν τέρας)
- η πηγή ποταμού
[επεξεργασία]
- στόμαχος
- στόμιον
- στομόω
- στόμωμα (στόμιο και σκληρυνθείς σίδηρος)
- στόμωσις (ατσάλωμα)
- στομακάκη (σκορβούτο)
- στομαλίμνη (λιμνοθάλασσα)
- στόμαργος (αβάσταχτα φλύαρος, αντί στόμαλγος)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἐξ ἑνός στόματος : με μια φωνή, ομόφωνα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)