χάσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάσμα τα χάσματα
      γενική του χάσματος των χασμάτων
    αιτιατική το χάσμα τα χάσματα
     κλητική χάσμα χάσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάσμα < αρχαία ελληνική χάσμα αλλά (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική chasm < λατινικά chasma < αρχαία ελληνική χάσμα (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάσμα ουδέτερο

  1. το ρήγμα, το άνοιγμα στη (γήινη ή οποιαδήποτε άλλη) επιφάνεια (συνήθως με μεγάλο πλάτος και βάθος)
    Τὸ χάσμα π' ἄνοιξ' ὁ σεισμὸς κ' εὐθὺς ἐγιόμισ' ἄνθη. (Διονύσιος Σολωμός, Εις το θάνατο κυρίας Αγγλίδας)
     συνώνυμα: άνοιγμα, βάραθρο, κενό, ρήγμα
  2. (κατ’ επέκταση) το διάστημα, η απόσταση που χωρίζει δύο πράγματα και ίσως τα κάνει να διαφέρουν
  3. η αδυναμία ή το κενό στη συνοχή και την αλληλουχία μιας σκέψης, μιας πρότασης, ενός κειμένου κ.λπ., που δημιουργεί ασάφειες ή παρανοήσεις
  4. (φυτό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάσμα < χάσκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάσμα ουδέτερο

  1. βάραθρο της γης
  2. ανοιχτό στόμα που χάσκει

Συγγενικά[επεξεργασία]