χασκογελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασκογελώ < χάσκω και γελώ

Ρήμα[επεξεργασία]

χασκογελώ

  • γελώ με το στόμα ανοιχτό, όχι δηλαδή το φυσικό, εγκάρδιο, αυθόρμητο γέλιο, χαχανίζω μάλλον ενοχλητικά,

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]