επιφάνεια
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφάνεια < αρχαία ελληνική ἐπιφάνεια
- επι-φαίνεσθαι, επι-φαίνειν - { επί- (+) φαν- (φανερώνω, αποκαλύπτω, εμφανίζω)}
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιφάνεια
- το σύνολο των σημείων ενός αντικειμένου που βρίσκονται στο εξωτερικό μέρος του και έρχονται σε επαφή με το περιβάλλον του, που το χωρίζουν από τον υπόλοιπο χώρο
- ο Ευκλείδης στο πρώτο βιβλίο των Στοιχείων του ορίζει την επιφάνεια ως εξής: «ἐπιφάνεια δέ ἐστιν, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει.» [Ευκλ.1,Ορισμ.5]
- (κατ’ επέκταση) η έκταση ενός ορισμένου τμήματος της επιφάνειας
- (ειδικότερα) (για υγρά) το επάνω μέρος του υγρού, εκείνο το τμήμα της επιφάνειάς του το οποίο έρχεται σε επαφή με τον αέρα
- (μεταφορικά) τα μη ουσιώδη στοιχεία μιας κατάστασης
- (θρησκειολογία) από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα σημαίνει την αποκαλυπτική εμφάνιση ενός θεού ή ενός θείου όντος, ή κάποιας υπερφυσικής ή θείας πραγματικότητας
- στις 6 Ιανουαρίου στην ανατολική Χριστιανική εκκλησία γιορτάζεται η βάπτιση του Ιησού Χριστού που ονομάζεται Θεοφάνεια ή Επιφάνεια, από το ότι θεωρείται η πρώτη φορά που εμφανίστηκε η Αγία Τριάδα και η άρα η τριαδικότητα του Θεού, ενώ στην δυτική εκκλησία γιορτάζεται η εμφάνιση του στους τρεις μάγους που ήταν εθνικοί κατά την Εβραϊκή άποψη.
- χρησιμοποιείται στους αρχαίους χρόνους για την εμφάνιση θεών όπως φαίνεται στον Διονύσιο τον Αλικαρνασέα, Antiquitates Romanae, Books I-III [D.H. 2.68.1 & 2] και στον Διόδωρο Σικελιώτη, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλία I-V [Diod. 2.47]
- αποκάλυψη, εκδήλωση
- η αποκαλυπτική σύλληψη ιδέας