επάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επάνω < αρχαία ελληνική ἐπάνω
Επίρρημα[επεξεργασία]
επάνω
- σε ψηλότερο σημείο