sus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
sus (fr)
- (παρωχημένο) πάνω
- έκφραση που ενθαρρύνει: « πάνω τους!», « επίθεση! »
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
sus (es)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
κατεχόμενο | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πριν | μετά ή μόνο του | |||||||||
ενικός | πληθυντικός | ενικός | πληθυντικός | |||||||
αρσενικό | θηλυκό | αρσενικό | θηλυκό | αρσενικό | θηλυκό | αρσενικό | θηλυκό | |||
κάτοχος | ενικός | 1ο πρόσωπο | mi | mis | mío | mía | míos | mías | ||
2ο πρόσωπο | tu | tus | tuyo | tuya | tuyos | tuyas | ||||
3ο πρόσωπο | su* | sus* | suyo* | suya* | suyos* | suyas* | ||||
πληθυντικός | 1ο πρόσωπο | nuestro | nuestra | nuestros | nuestras | nuestro | nuestra | nuestros | nuestras | |
2ο πρόσωπο | vuestro | vuestra | vuestros | vuestras | vuestro | vuestra | vuestros | vuestras | ||
3ο πρόσωπο | su* | sus* | suyo* | suya* | suyos* | suyas* |
* Χρησιμοποιείται επίσης στον ενικό και στον πληθυντικό ευγενείας.
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sus < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sū- (“γουρούνι”)· συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) σῦς/ὗς και τα (αγγλικά) swine, sow
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sus (la) αρσενικό ή θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sus | suēs |
γενική | suis | suum |
δοτική | suī | suibus |
αιτιατική | suem | suēs |
κλητική | sus | suēs |
αφαιρετική | sue | suibus |
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
sus (ro)