γουρούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουρούνι | τα | γουρούνια |
γενική | του | γουρουνιού | των | γουρουνιών |
αιτιατική | το | γουρούνι | τα | γουρούνια |
κλητική | γουρούνι | γουρούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουρούνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουρούνι(ν), γουρούνιον

Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουρούνι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) είδος οικόσιτου θηλαστικού, ο χοίρος, το είδος Sus scrofa domesticus
- (υβριστικό) ο άνθρωπος που είναι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- σκρόφα (θηλυκό, ανεπίσημο)
- σῦς (αρχαία ελληνικά)
- χοίρος, χοῖρος ((καθαρεύουσα), αρχαία ελληνικά)
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γουρούνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουρούνι
|
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουρούνι < → δείτε τη λέξη γουρούνιν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουρούνι ουδέτερο
- άλλη μορφή του γουρούνιν
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)