Μετάβαση στο περιεχόμενο

gris

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gris gris
θηλυκό grise grises

gris (fr)

  1. γκρίζος, σταχτής, φαιός
  2. (μεταφορικά) ελαφρά μεθυσμένος
     συνώνυμα: gai, ivre, pompette

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gris (fr) αρσενικό

  1. (χρώμα) γκρι, το σταχτί
  2. ένας χαρακτηριστικός χρωματισμός του τριχώματος ενός αλόγου που αποτελείται από άσπρες, μαύρες, και άλλες τρίχες
  3. γκρι ενδύματα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

gris (es)



Επίθετο

[επεξεργασία]

gris (sv)