άλογο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.lo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐λο‐γο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλογο τα άλογα
αλόγατα
      γενική του αλόγου των αλόγων
    αιτιατική το άλογο τα άλογα
αλόγατα
     κλητική άλογο άλογα
αλόγατα
Παράρτημα:Ανώμαλα διπλοκατάληκτα
Και ιδιωματικός πληθυντικός, τα αλόγατα και με ενικό αλόγατο.
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
άλογο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄλογον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄλογος (αρχαία ελληνική ἄλογος) (όπως στη στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλαδή διέθεταν ομιλία)
Άλογο που καλπάζει.
Ίπποι (άλογα) σκακιού.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άλογο ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) (Equus caballus) τετράποδο χορτοφάγο θηλαστικό με δυνατές οπλές, πλούσια χαίτη και μακριά ουρά, που διαθέτει μεγάλη ταχύτητα στο τρέξιμο. Χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως μέσο μετακίνησης και αποτέλεσε την μοναδική κινητήρια δύναμη των ιππήλατων αμαξών
  2. (συνεκδοχικά) το πιόνι στο σκάκι που έχει τη μορφή αλόγου και λέγεται ίππος
  3. (προφορικό, μονάδα μέτρησης) μονάδα ισχύος κινητήριας μηχανής

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
άλογο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

άλογο

Αναφορές

[επεξεργασία]