άλογο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλογο | τα | άλογα & αλόγατα |
γενική | του | αλόγου | των | αλόγων |
αιτιατική | το | άλογο | τα | άλογα & αλόγατα |
κλητική | άλογο | άλογα & αλόγατα | ||
Παράρτημα:Ανώμαλα διπλοκατάληκτα Και ιδιωματικός πληθυντικός, τα αλόγατα. | ||||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άλογο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄλογον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄλογος (αρχαία ελληνική ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.lo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐λο‐γο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άλογο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) (Equus caballus) τετράποδο χορτοφάγο θηλαστικό με δυνατές οπλές, πλούσια χαίτη και μακριά ουρά, που διαθέτει μεγάλη ταχύτητα στο τρέξιμο. Χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως μέσο μετακίνησης και αποτέλεσε την μοναδική κινητήρια δύναμη των ιππήλατων αμαξών
- (συνεκδοχικά) το πιόνι στο σκάκι που έχει τη μορφή αλόγου και λέγεται ίππος
- (καθομιλουμένη, μονάδα μέτρησης) μονάδα ισχύος κινητήριας μηχανής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τον έκανα άλογο : τον έκανα να εκνευριστεί πάρα πολύ
- πράσινα άλογα
- πόσα άλογα είναι;: τι ιπποδύναμη έχει;
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
όπως ενδεικτικά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζώο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άλογο ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άτομο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άτομο' εξαιρέσεις (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Σκάκι (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)