kalë
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kalë (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: kali) (πληθυντικός kuaj)
- (θηλαστικό ζώο) το άλογο
kalë (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: kali) (πληθυντικός kuaj)