μονάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονάδα οι μονάδες
      γενική της μονάδας των μονάδων
    αιτιατική τη μονάδα τις μονάδες
     κλητική μονάδα μονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονάδα < αρχαία ελληνική μονάς, ενότητα, στην αιτιατική (μονάδα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈna.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονάδα θηλυκό

  1. (μαθηματικά 1ης δημοτικου) ο μικρότερος ακέραιος αριθμός που επαναλαμβανόμενος σχηματίζει όλους τους άλλους ακέραιους αριθμούς
    το σύμβολο της μονάδας είναι το 1
  2. μονάδα μέτρησης• κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που έχει καθοριστεί συμβατικά για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων
    μονάδα μήκους / βάρους / χωρητικότητας / χρόνου
  3. κάθε στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα
    το χωριό και η πόλη είναι οι κυριότερες οικιστικές μονάδες
  4. ομάδα οντοτήτων (πρόσωπα, πράγματα υλικά ή άυλα) που όλα μαζί αποτελούν αυτόνομη και ενιαία οντότητα
    1. ένας τομέας δραστηριότητας
      μονάδα παραγωγής / διακίνησης / εμπορίας αγαθών
    2. τμήμα στρατού με αυτόνομη διοίκηση
      υπηρετεί σε μονάδα πεζικού
    3. ο χώρος στον οποίο έχει εγκατασταθεί μια στρατιωτική μονάδα
      τιμωρήθηκε με φυλάκιση, γιατί έλειψε αδικαιολόγητα από τη μονάδα του
    4. (τεχνολογία) η συσκευή, η διάταξη (συσκευών) σαν ολότητα[1]
    5. (πληροφορική) συσκευή που αποτελείται από διαφορετικά τμήματα υλικού (hardware) και λογισμικού και εκτελεί μια αυτόνομη λειτουργία
      ηλεκτρονικός υπολογιστής σαν ολότητα, οι μονάδες εισόδου και εξόδου δεδομένων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. από αναζήτηση «μονάδα» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.