διοίκηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διοίκηση < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική διοίκη(σις) + -ση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈi.ci.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐οί‐κη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διοίκηση θηλυκό
- η ενέργεια του διοικώ, η διαχείριση ενός σώματος ή οργανισμού και η λήψη των αποφάσεων σχετικά με τη λειτουργία του σύμφωνα με τους κανονισμούς
- (συνεκδοχικά) το άτομο ή τα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση (1)
- (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου βρίσκονται αυτός ή αυτοί που ασκούν τη διοίκηση (1)
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη διοικώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διοίκηση