administration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
administration | administrations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- administration < λατινική administratio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administration (en)
- η διοίκηση
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
administration | administrations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- administration < λατινική administratio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administration (fr) θηλυκό
- η διοίκηση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη administrer