administrator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- administrator < (κληρονομημένο) μέση αγγλική administratour (διαχειριστής) < είτε από την αγγλονορμανδική,[1] είτε από την παλαιά γαλλική administrateur ή απευθείας από τη λατινική administrātor (διευθυντής, διαχειριστής)[2] < administrō (διαχειρίζομαι, κυβερνώ).
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ədˈmɪn.ɪ.streɪ.tər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ədˈmɪn.ə.streɪ.t̬ɚ/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
administrator | administrators |
administrator (en) (σπάνιο θηλυκό: administratress ή administratrix ή administratrice)
- ο διαχειριστής / η διαχειρίστρια
- (πληροφορική) ο διαχειριστής συστήματος ή υποσυστήματος πληροφορικής
- (νομικός όρος, Αυστραλία, βρετανική σημασία) οικονομικός διαχειριστής που διορίζεται από ένα δικαστήριο σε μία χρεωκοπημένη εταιρεία για να προσπαθήσει να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση ώστε να διατηρηθεί σε λειτουργία
- Δείτε επίσης: admr, liquidator, receiver
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ administrator - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- ↑ administrator - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Πηγές[επεξεργασία]
- administrator - Cambridge Dictionary online
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- administrator - Oxford Learner's Dictionaries
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administrator (bs)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- administrator < λατινική administrātor
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ad.mi.ɲisˈtra.tɔr/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administrator (pl) αρσενικό
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administrator (sr)
- λατινική γραφή του администратор
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
administrator (sh) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (βρετανικά αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πολωνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)
- Σερβοκροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σερβοκροατικά)
- Αντίστροφο λεξικό (σερβοκροατικά)