Μετάβαση στο περιεχόμενο

σύντμηση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύντμηση οι συντμήσεις
      γενική της σύντμησης* των συντμήσεων
    αιτιατική τη σύντμηση τις συντμήσεις
     κλητική σύντμηση συντμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύντμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύντμη(σις) (συγκοπή)[1] + -ση[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsin.dmi.si/ και σε γρήγορο λόγο /ˈsi.dmi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύντμηση
παλιότερος συλλαβισμός: σύντμηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύντμηση θηλυκό

  1. (γλωσσολογία, φωνητική) η παράλειψη του μεσαίου τμήματος μιας λέξης
     συνώνυμα: συγκοπή
  2. (γλωσσολογία, φωνητική, γενικότερα) η παράλειψης οποιουδήποτε τμήματος μιας λέξης
     συνώνυμα: συντόμευση (Χρειάζεται επεξεργασία) Στη φωνητική: πηγή - ποια βασικά εγχειρίδια γράφουν «συντόμευση» και ποια το «σύντμηση»
    < υπώνυμα: αμφίτμηση, απότμηση, πρότμηση
  3. (γενικότερα) η απόδοση λέξης με παράλειψη οποιουδήποτε τμήματός της π.χ. με βραχυγραφία ή αποκοπή συλλαβών
    παράδειγμα  σύντμηση ονόματος/τίτλου
     συνώνυμα: συντόμευση
  4. (λόγιο) η συντόμευση, μείωση μεγέθους, διάρκειας ή έκτασης
    παράδειγμα  σύντμηση χρόνου
     συνώνυμα: βράχυνση, σύμπτυξη, συντόμευση

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) για την πηγή των όρων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σύντμηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σύντμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας