σύντμηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύντμηση < αρχαία ελληνική σύντμησις < συν + τμήσις < τέμνω (= κόβω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύντμηση θηλυκό
- συντόμευση (σε χρόνο, σε έκταση, ...)
- (Γραμματική, Ορολογία) συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της
-
- Είδη σύντμησης - Παραδείγματα
- Όταν παραλείπεται το αρχικό (πρόσθιο) τμήμα της λέξης έχουμε πρότμηση, π.χ. σοδειά (= εσοδεία). Όταν παραλείπεται το τελικό (οπίσθιο) τμήμα της λέξης έχουμε απότμηση ή αποκοπή, π.χ. προκάτ (= προκατασκευασμένος). Όταν παραλείπεται το μεσαίο τμήμα της λέξης έχουμε συγκοπή, π.χ. πέρσι (= πέρυσι). Όταν παραλείπονται τόσο το αρχικό όσο και το τελικό τμήμα της λέξης έχουμε αμφίτμηση, π.χ. κατοστάρι (= εκατοστάρικο).