συντόμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συντόμευση | οι | συντομεύσεις |
γενική | της | συντόμευσης* | των | συντομεύσεων |
αιτιατική | τη | συντόμευση | τις | συντομεύσεις |
κλητική | συντόμευση | συντομεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντομεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντόμευση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sinˈdo.mef.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντόμευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντομεύω· η ενέργεια που οδηγεί στο να ολοκληρώνεται μια διαδικασία πιο σύντομα
- όλοι θέλουν τη συντόμευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών
- (πληροφορική) εικονίδιο στην επιφάνεια εργασίας ή άλλο φάκελο που επιτρέπει στο χρήστη να ανοίξει πιο σύντομα ένα πρόγραμμα
- η εφαρμογή κατά την εγκατάστασή της δημιουργεί μια συντόμευση στην επιφάνεια εργασίας
- (πληροφορική) shortcut: βλ.' συμβολικός σύνδεσμος (symbolic link)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντόμευση
|