πλήκτρο συντόμευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλήκτρο συντόμευσης < → δείτε τις λέξεις πλήκτρο και συντόμευση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική shortcut key
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πλήκτρο συντόμευσης (en) (πληθυντικός πλήκτρα συντόμευσης)
- (πληροφορική) shortcut key: βλ. συνώνυμο: συντόμευση πληκτρολογίου (keyboard shortcut)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλήκτρο συντόμευσης