πλήκτρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλήκτρο τα πλήκτρα
      γενική του πλήκτρου των πλήκτρων
    αιτιατική το πλήκτρο τα πλήκτρα
     κλητική πλήκτρο πλήκτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πλήκτρα σε πληκτρολόγιο υπολογιστή
πλήκτρα πιάνου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλήκτρο < αρχαία ελληνική πλῆκτρον < πλήττω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλήκτρο ουδέτερο

  1. τμήμα του πληκτρολογίου υπολογιστή ή γραφομηχανής κ/λπ. που έχει χαραγμένο πάνω του ένα σύμβολο· όταν το πατάμε, το σύμβολο αυτό αναπαράγεται στην οθόνη ή εκτυπώνεται στο χαρτί
  2. τμήμα του πληκτρολογίου πιάνου ή αρμονίου ή ακορντεόν, η πίεση πάνω στο οποίο παράγει μία μουσική νότα
  3. (σπάνιο) η πένα με την οποία ο οργανοπαίκτης χτυπά τις χορδές της κιθάρας ή του μπουζουκιού ή άλλου τέτοιου εγχόρδου
  4. (ορνιθολογία) το πίσω νύχι κάποιων πτηνών

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]