key
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
key (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
key (en)
- κλειδί
- πλήκτρο
- τόνος
- (πληροφορική) κλειδί, όρος που χρησιμοποιείται στις δομές δεδομένων και στην κρυπτογράφηση
- (βάσεις δεδομένων) κλειδί
- Συνώνυμο: candidate key
- Δείτε επίσης στις βάσεις δεδομένων τους όρους : compound key ή composite key, foreign key, primary key, superkey