Μετάβαση στο περιεχόμενο

important

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός important
συγκριτικός more important
υπερθετικός most important

Επίθετο

[επεξεργασία]

important (en)

  • σημαντικός, σπουδαίος
      nothing important - τίποτα το σημαντικό
      an important speech - σημαντικός λόγος
      one of the most important factors - ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες
      We made important decisions.
    Πήραμε σημαντικές/σπουδαίες αποφάσεις.
      The important thing is to figure out where he went.
    Το σημαντικό είναι να μάθουμε που πήγε.
      Your happiness is important to me.
    Η ευτυχία σου είναι κάτι το σημαντικό για μένα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
important importants

important (fr)