important
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
important (en)
επιλογή κατάλληλων προθέσεων[επεξεργασία]
- important to someone/something: κάτι που εκτιμώ
- important for someone/something: κάτι που σχετίζεται με άμεση ανάγκη, σωματική, υγεία, επιβίωση, βιωσιμότητα, λειτουργικότητα, απόδοση κτλ.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
important | importants |
important (fr)