crucial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
crucial (en)
- καίριας σημασίας, σημαντικότατος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crucial | cruciaux |
θηλυκό | cruciale | cruciales |
Επίθετο[επεξεργασία]
crucial (fr)