καίριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καίριος η καίρια το καίριο
      γενική του καίριου της καίριας του καίριου
    αιτιατική τον καίριο την καίρια το καίριο
     κλητική καίριε καίρια καίριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καίριοι οι καίριες τα καίρια
      γενική των καίριων των καίριων των καίριων
    αιτιατική τους καίριους τις καίριες τα καίρια
     κλητική καίριοι καίριες καίρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καίριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καίριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈce.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καί‐ρι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

καίριος, -α, -ο

  1. που γίνεται την κατάλληλη στιγμή, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικός
    Η καίρια παρέμβαση του τερματοφύλακα απέτρεψε το γκολ.
     συνώνυμα: έγκαιρος, εύθετος, εύστοχος
     αντώνυμα: άκαιρος, ανεπίκαιρος, άωρος
  2. σημαντικός
    οι δημοσιογράφοι έθεσαν καίρια ερωτήματα
    η υπεράσπιση παρουσίασε καίρια επιχειρήματα
  3. κρίσιμος, καθοριστικός
    Η ψήφος του θα παίξει καίριο ρόλο.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καίριος καιρί
καίριος
τὸ καίριον
      γενική τοῦ καιρίου τῆς καιρίᾱς
καιρίου
τοῦ καιρίου
      δοτική τῷ καιρί τῇ καιρί
καιρί
τῷ καιρί
    αιτιατική τὸν καίριον τὴν καιρίᾱν
καίριον
τὸ καίριον
     κλητική ! καίριε καιρί
καίριε
καίριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καίριοι αἱ καίριαι
καίριοι
τὰ καίρι
      γενική τῶν καιρίων τῶν καιρίων
καιρίων
τῶν καιρίων
      δοτική τοῖς καιρίοις ταῖς καιρίαις
καιρίοις
τοῖς καιρίοις
    αιτιατική τοὺς καιρίους τὰς καιρίᾱς
καιρίους
τὰ καίρι
     κλητική ! καίριοι καίριαι
καίριοι
καίρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καιρίω τὼ καιρί
καιρίω
τὼ καιρίω
      γεν-δοτ τοῖν καιρίοιν τοῖν καιρίαιν
καιρίοιν
τοῖν καιρίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καίριος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

καίριος, -'α, -ον & -ος, -ος, -ον, συγκριτικός:καιριώτερος, υπερθετικός: καιριώτατος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]