ανεπίκαιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπίκαιρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεπίκαιρος
- που δεν είναι του παρόντος χρόνου, της τρέχουσας περιόδου
- που δεν έχει επικαιροποιηθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπίκαιρος
|