ανεπίκαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεπίκαιρα < επίθετο ανεπίκαιρος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανεπίκαιρα

  • για κάτι που έγινε άκαιρα, σε κακή στιγμή, σε λανθασμένη χρονική συγκυρία, για κάτι που έγινε αργά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ανεπίκαιρα