αποτελεσματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτελεσματικός < αποτέλεσμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈkɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
αποτελεσματικός, -ή, -ό
- που έχει την ικανότητα να πετυχαίνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα
- αποτελεσματικός άνθρωπος, αποτελεσματική διαχείριση