Μετάβαση στο περιεχόμενο

καρποφόρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρποφόρος η καρποφόρος
& καρποφόρα
το καρποφόρο
      γενική του καρποφόρου της καρποφόρου
& καρποφόρας
του καρποφόρου
    αιτιατική τον καρποφόρο την καρποφόρο
& καρποφόρα
το καρποφόρο
     κλητική καρποφόρε καρποφόρε
& καρποφόρα
καρποφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρποφόροι οι καρποφόροι
& καρποφόρες
τα καρποφόρα
      γενική των καρποφόρων των καρποφόρων των καρποφόρων
    αιτιατική τους καρποφόρους τις καρποφόρους
& καρποφόρες
τα καρποφόρα
     κλητική καρποφόροι καρποφόροι
& καρποφόρες
καρποφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρποφόρος < αρχαία ελληνική καρποφόρος < καρπ(ός) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

καρποφόρος, -ος/-α, -ο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]