Μετάβαση στο περιεχόμενο

-φόρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φόρος η -φόρα
& -φόρος
το -φόρο
      γενική του -φόρου της -φόρας
& -φόρου
του -φόρου
    αιτιατική τον -φόρο τη(ν) -φόρα
& -φόρο
το -φόρο
     κλητική -φόρε -φόρα
& -φόρε
-φόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φόροι οι -φόρες
& -φόροι
τα -φόρα
      γενική των -φόρων των -φόρων των -φόρων
    αιτιατική τους -φόρους τις -φόρες
& -φόρους
τα -φόρα
     κλητική -φόροι -φόρες
& -φόροι
-φόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

-φόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φόρος και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -phorus < αρχαία ελληνική -φόρος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φόρος

Επίθημα

[επεξεργασία]

-φόρος, -ος/-α, -ο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • -φόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

-φόρος < φέρω, θέμα φορ- + -ος

Επίθημα

[επεξεργασία]

-φόρος

  • παραγωγικό επίθημα που δηλώνει αυτόν που φέρει, που κρατάει ή έχει μαζί του, αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    ἀγγελιαφόρος

Σύνθετα

[επεξεργασία]