καρπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρπός οι καρποί
      γενική του καρπού των καρπών
    αιτιατική τον καρπό τους καρπούς
     κλητική καρπέ καρποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαύρος επίδεσμος περιβάλλει τον καρπό
διάφοροι αποξηραμένοι καρποί

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρπός [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐πός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρπός αρσενικό

  1. (ανατομία) άρθρωση του ανθρώπινου σώματος: εκεί που ενώνεται η παλάμη με την κερκίδα και την ωλένη
  2. (βοτανική) το μέρος ενός φυτού που προέρχεται από το άνθος μετά τη γονιμοποίηση και περιέχει τους σπόρους
    αν και οι ντομάτες είναι καρποί συνήθως συγκαταλέγονται στα λαχανικά και όχι στα φρούτα
  3. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα
  4. (μεταφορικά) το παιδί

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 καρπός Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρπός οἱ καρποί
      γενική τοῦ καρποῦ τῶν καρπῶν
      δοτική τῷ καρπ τοῖς καρποῖς
    αιτιατική τὸν καρπόν τοὺς καρπούς
     κλητική ! καρπέ καρποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρπώ
γεν-δοτ τοῖν  καρποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπός < [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρπός αρσενικό

  1. (βοτανική) καρπός, το τελικό αποτέλεσμα της εξέλιξης του άνθους ενός φυτού, αυτό που περιέχει τα σπέρματα
  2. (μεταφορικά) προϊόν, γέννημα
    1. παιδί (καρπός της κοιλίας)
    2. ποίημα (καρπός του νου)
    3. κέρδος (καρπός εμπορίου)
    4. αποτέλεσμα (καρπός ενεργειών)
  3. (ανατομία) καρπός (άρθρωση)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]