Μετάβαση στο περιεχόμενο

καρπός ὑγρός

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρπὸς ὑγρός <  δείτε τις λέξεις καρπός και ὑγρός

Έκφραση

[επεξεργασία]

καρπὸς ὑγρός (ελληνιστική κοινή)

  • το μέλι
      3ος κε αιώνας Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 2.20, @scaife.perseus
    τοῦτον γὰρ ἕτοιμον παρὰ μελιττῶν πρῶτον ἐλάβομεν τὸν ὑγρὸν καρπόν·