καρπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπίζω < αρχαία ελληνική καρπίζω < καρπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker-p- (κόβω, δρέπω)

Ρήμα[επεξεργασία]

καρπίζω

  1. απολαμβάνω τους καρπούς
  2. εκμεταλλεύομαι
  3. κάνω να καρποφορήσει

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]