owoc
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]owoc (pl) αρσενικό
- (owoc), (κοινά) το φρούτο, η οπώρα
- (μεταφορικά) το προϊόν, το αποτέλεσμα (των ενεργειών μας)
owoc (pl) αρσενικό