owoc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
owoc (pl) αρσενικό
- (βοτανική), (κοινά) το φρούτο, η οπώρα
- (μεταφορικά) το προϊόν, το αποτέλεσμα (των ενεργειών μας)