παλάμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλάμη | οι | παλάμες |
γενική | της | παλάμης | των | παλαμών |
αιτιατική | την | παλάμη | τις | παλάμες |
κλητική | παλάμη | παλάμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλάμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παλάμη [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκής προέλευσης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈla.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λά‐μη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλάμη θηλυκό
- (ανατομία) το εσωτερικό τμήμα του ανθρώπινου χεριού, από τον καρπό μέχρι την άκρη των δακτύλων
- (μονάδα μέτρησης)
- ένα δεκατόμετρο
- όσο το άνοιγμα της ανθρώπινης παλάμης
- (παρωχημένο) το ένα δέκατο του πήχη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης: η μούντζα
- εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν: πρώτα η πληρωμή και μετά όλα τ’ άλλα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλάμη
[επεξεργασία]
- ↑ παλάμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πᾰλᾰμα- | |||||
ονομαστική | ἡ | παλάμη | αἱ | παλάμαι | |
γενική | τῆς | παλάμης | τῶν | παλαμῶν | |
δοτική | τῇ | παλάμῃ | ταῖς | παλάμαις | |
αιτιατική | τὴν | παλάμην | τὰς | παλάμᾱς | |
κλητική ὦ! | παλάμη | παλάμαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλάμᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | παλάμαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλάμη, ήδη ομηρικό < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *παλα-μα (ουδέτερο, όπως μνήμα - μνήμη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ (μεταπτωτική βαθμίδα) < {ιε}} *pleh₂- (πλατύς, επίπεδος). Συγγενή: λατινική palma (απ' όπου γαλλική paume, ισπανική palma, αγγλική palm) και πέλαγος, πλάγιος, πλάξ. [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλάμη θηλυκό (πᾰλᾰμη)
- (ανατομία) η παλάμη, το εσωτερικό τμήμα του ανθρώπινου χεριού
- (κατʼ επέκταση) το χέρι
- βίαιη πράξη
- (μεταφορικά) το τέχνασμα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- πυρπάλαμος : κατεργασμένος με φωτιά
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- παλάμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλάμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)