παλάμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλάμη | οι | παλάμες |
γενική | της | παλάμης | των | παλαμών |
αιτιατική | την | παλάμη | τις | παλάμες |
κλητική | παλάμη | παλάμες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλάμη < αρχαία ελληνική παλάμη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλάμη θηλυκό
- (ανατομία) το εσωτερικό τμήμα του ανθρώπινου χεριού, από τον καρπό μέχρι την άκρη των δακτύλων
- ένα δεκατόμετρο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης: η μούντζα
- εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν: πρώτα η πληρωμή και μετά όλα τ’ άλλα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλάμη
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | παλάμη | παλάμα | παλάμαι |
Γενική | παλάμης | παλάμαιν | παλαμῶν |
Δοτική | παλάμῃ | παλάμαιν | παλάμαις |
Αιτιατική | παλάμην | παλάμα | παλάμας |
Κλητική | παλάμη | παλάμα | παλάμαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλάμη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλάμη θηλυκό (πᾰλά̆μη)
- η παλάμη, το εσωτερικό τμήμα του ανθρώπινου χεριού
- (κατ' επέκταση) το χέρι
- βίαιη πράξη
- (μεταφορικά) το τέχνασμα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- πυρπάλαμος : κατεργασμένος με φωτιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)