πέλαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέλαγος | τα | πελάγη |
γενική | του | πελάγους | των | πελαγών |
αιτιατική | το | πέλαγος | τα | πελάγη |
κλητική | πέλαγος | πελάγη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέλαγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέλαγος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpe.la.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐λα‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέλαγος ουδέτερο
- η ανοικτή θάλασσα που βρίσκεται μακριά από την ακτή
- ↪ η βάρκα του έπλεε ανοικτά, στο πέλαγος
- (γεωγραφία) επώνυμη περιορισμένη θαλάσσια έκταση μικρότερη από τη θάλασσα και τον ωκεανό
- (μεταφορικά) μεγάλος όγκος, πλήθος, αφθονία
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πέλαγος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν τον όρο δείτε: θάλασσα
πέλαγος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέλαγος | τὰ | πελάγη & πελάγεᾰ |
γενική | τοῦ | πελάγους & πελάγεος |
τῶν | πελαγῶν & πελαγέων |
δοτική | τῷ | πελάγει & πελάγεῐ̈ |
τοῖς | πελάγεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πέλαγος | τὰ | πελάγη & πελάγεα |
κλητική ὦ! | πέλαγος | πελάγη & πελάγεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελάγει & πελάγεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πελαγοῖν & πελαγέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πέλαγος < θέμα πελα- + -γος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂- (πλατύς, επίπεδος) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέλαγος ουδέτερο
- πέλαγος
- πεδινή έκταση που έχει κατακλυστεί από νερό
[επεξεργασία]
θέμα πελα-
→ και δείτε τα θέματα πλα- (πλατύς), πλη- (πλήττω), παλ- (παλάμη)
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- «πέλαγος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πέλαγος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Όμηρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)