πελαγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πελαγώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
πελαγωμένος, -η, -ο
- αμήχανος, που δεν ξέρει πώς να φερθεί, τι να κάνει
- Τίποτις δεν κατάλαβα... λέει πελαγωμένος ο Στρατής. (Μενέλαου Λουντέμη, Αγέλαστη Άνοιξη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελαγωμένος
|