πελαγοδρόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πελαγοδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πελαγοδρόμος[1] < πέλαγ(ος) + -ο- + -δρόμος
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό ή θηλυκό. [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.la.ɣoˈðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λα‐γο‐δρό‐μος

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η πελαγοδρόμος το πελαγοδρόμο
      γενική του/της πελαγοδρόμου του πελαγοδρόμου
    αιτιατική τον/την πελαγοδρόμο το πελαγοδρόμο
     κλητική πελαγοδρόμε πελαγοδρόμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελαγοδρόμοι τα πελαγοδρόμα
      γενική των πελαγοδρόμων των πελαγοδρόμων
    αιτιατική τους/τις πελαγοδρόμους τα πελαγοδρόμα
     κλητική πελαγοδρόμοι πελαγοδρόμα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πελαγοδρόμος, -ος, -ο [3]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πέλαγος και δρόμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πελαγοδρόμος οι πελαγοδρόμοι
      γενική του/της πελαγοδρόμου των πελαγοδρόμων
    αιτιατική τον/την πελαγοδρόμο τους/τις πελαγοδρόμους
     κλητική πελαγοδρόμε πελαγοδρόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πελαγοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πέλαγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Όροι με πελαγοδρόμος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πελαγοδρόμος τὸ πελαγοδρόμον
      γενική τοῦ/τῆς πελαγοδρόμου τοῦ πελαγοδρόμου
      δοτική τῷ/τῇ πελαγοδρόμ τῷ πελαγοδρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν πελαγοδρόμον τὸ πελαγοδρόμον
     κλητική ! πελαγοδρόμε πελαγοδρόμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πελαγοδρόμοι τὰ πελαγοδρόμ
      γενική τῶν πελαγοδρόμων τῶν πελαγοδρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς πελαγοδρόμοις τοῖς πελαγοδρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πελαγοδρόμους τὰ πελαγοδρόμ
     κλητική ! πελαγοδρόμοι πελαγοδρόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πελαγοδρόμω τὼ πελαγοδρόμω
      γεν-δοτ τοῖν πελαγοδρόμοιν τοῖν πελαγοδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πελαγοδρόμος < πέλαγ(ος) + -ο- + -δρόμος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πελαγοδρόμος, -ος, -ον

Παράγωγα

[επεξεργασία]