πλήττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλήττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλήττω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpli.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλήτ‐τω

Ρήμα 1[επεξεργασία]

πλήττω, αόρ.: έπληξα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (αμετάβατο) βαριέμαι, δεν έχω κέφι, βρίσκω κάτι αδιάφορο, βαρετό, πληκτικό
    Κάθε φορά που πηγαίνουμε σπίτι τους πλήττουμε. Δεν έχουμε με τι να ασχοληθούμε.
    με κάνει να πλήττω: μου προξενεί πλήξη.
    η πολυλογία του με κάνει να πλήττω αφάνταστα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Ρήμα 2[επεξεργασία]

πλήττω, αόρ.: έπληξα, παθ.φωνή: πλήττομαι, π.αόρ.: πλήγηκα/επλήγην

  1. (μεταβατικό)χτυπώ, καταφέρω πλήγμα
    ένας δυνατός τυφώνας έπληξε την ανατολική ακτή του νησιού
  2. (μεταφορικά) βλάπτω, ζημιώνω
    ένα νέο σκάνδαλο πλήττει την αξιοπιστία της κυβέρνησης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ) (συγγενές με πλάζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

πλήττω πλήξω, έπληξα, πέπληγα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]