beat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
beat beats

beat (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας beat
γ΄ ενικό ενεστώτα beats
αόριστος beat
παθητική μετοχή beat, beaten
ενεργητική μετοχή beating
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

beat (en)

  1. χτυπάω/χτυπώ, δέρνω
    The branches beat on the windows.
    Τα κλαδιά χτυπούσαν στα παράθυρα.
     συνώνυμα: hit
  2. χτυπάω ρυθμικά]
    My heart was beating strongly.
    Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
     συνώνυμα: pound
  3. (μουσική) χτυπάω μουσικό όργανο
    We heard the drums beating.
    Ακούσαμε να χτυπάνε τα τύμπανα.
     συνώνυμα: pound
  4. νικάω/νικώ
    The Athenians beat the Persians in the battle of Marathon.
    Οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα.
  5. κριτικάρω σφοδρά, «τη λέω» σε κάποιον
  6. (μεταφορικά) φτάνω πριν από κάποιον άλλον
  7. (χυδαίο) αυνανίζομαι
    beat off: μαλακίζω άλλον

Εκφράσεις[επεξεργασία]