hit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hit hits

hit (en)

  1. η επιτυχία, σουξέ, χιτ
  2. το χτύπημα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας hit
γ΄ ενικό ενεστώτα hits
αόριστος hit
παθητική μετοχή hit
ενεργητική μετοχή hitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hit (en)

  1. χτυπάω
    He fell and hit his head on a step.
    Έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του σ‘ένα σκάλι.
     συνώνυμα:  beat, knock, pelt και strike
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) δοκιμάζω, έχει κακή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
    His business was hit hard by the oil crisis/by inflation.
    Η επιχείρησή του δοκιμάστηκε σκληρά από την κρίση πετρελαίου/από τον πληθωρισμό.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]