hit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hit | hits |
hit (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hits |
αόριστος | hit |
παθητική μετοχή | hit |
ενεργητική μετοχή | hitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hit (en)