hit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hit hits

hit (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας hit
γ΄ ενικό ενεστώτα hits
αόριστος hit
παθητική μετοχή hit
ενεργητική μετοχή hitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hit (en)

  1. χτυπάω/χτυπώ
    He fell and hit his head on a step.
    Έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του σ‘ένα σκάλι.
     συνώνυμα:  beat, knock, pelt και strike

Εκφράσεις[επεξεργασία]