hit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hit | hits |
hit (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hits |
αόριστος | hit |
παθητική μετοχή | hit |
ενεργητική μετοχή | hitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hit (en)
- χτυπάω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δοκιμάζω, έχει κακή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ↪ His business was hit hard by the oil crisis/by inflation.
- Η επιχείρησή του δοκιμάστηκε σκληρά από την κρίση πετρελαίου/από τον πληθωρισμό.
- ↪ His business was hit hard by the oil crisis/by inflation.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- hit (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hit (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 244. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμάζω