knock
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
knock | knocks |
knock (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | knock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks |
αόριστος | knocked |
παθητική μετοχή | knocked |
ενεργητική μετοχή | knocking |
knock (en)
- (αμετάβατο) χτυπάω μια πόρτα για να τραβήξω την προσοχή
- ⮡ Who is knocking on the door?
- Ποιος χτυπάει την πόρτα;
- ⮡ Go in without knocking.
- Μπες χωρίς να χτυπήσεις.
- ⮡ He was knocking away at the door with all his might.
- Συνέχισε να χτυπάει την πόρτα μ' όλη του τη δύναμη.
- ⮡ Who is knocking on the door?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω κάτι δυνατά, συχνά τυχαία
- (μεταβατικό) χτυπάω κάτι ώστε να κουνηθεί ή να σπάσει
- ⮡ Knock the lid in!
- Χτύπα το καπάκι να μπει μέσα!
- ⮡ Knock the lid in!
- (μεταβατικό) χτυπάω, βάζω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση χτυπώντας τον ή το
- ⮡ I knocked him senseless/flat.
- Τον χτύπησα κι έπεσε αναίσθητος/φαρδύς-πλατύς.
- ⮡ I knocked him senseless/flat.