knock out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | knock out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks out |
αόριστος | knocked out |
παθητική μετοχή | knocked out |
ενεργητική μετοχή | knocking out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
knock out (en)
- κοιμίζω, ξεραίνω, ρίχνω/χτυπάω κάποιον αναίσθητο, βάζω κάποιον να κοιμηθεί ή να μείνει αναίσθητος
- ↪ The pill knocked him out for a good three hours.
- Το χάπι τον κοίμισε/ξέρανε για τρεις ολόκληρες ώρες.
- ↪ He knocked him out.
- Τον έριξε αναίσθητο.
- ↪ I knocked him out.
- Τον χτύπησα κι έπεσε αναίσθητος.
- ↪ The pill knocked him out for a good three hours.
- (μποξ) βγάζω κάποιον νοκ άουτ
- ↪ He knocked out the opponent with one punch.
- Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.
- ↪ He knocked out the opponent with one punch.
- εξαντλώ, ξεκάνω, κουράζω πολύ τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον
- ↪ Running errands all day really knocked him out.
- Το τρέξιμο για θελήματα όλη μέρα τον ξέκανε.
- ↪ Running errands all day really knocked him out.
- (ανεπίσημο) ξεπετώ, ολοκληρώνω με μεγάλη βιασύνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- knock out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω