out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

out (en)

  1. έξω, έξω από χώρο ή κτήριο
    I went out of the store
    Βγήκα έξω από το μαγαζί
    It was sunny so I went out
    Είχε λιακάδα κι έτσι βγήκα έξω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη outside
     αντώνυμα: in
  2. βγαίνω, κάτι είναι διαθέσιμο σε όλους ή γνωστό σε όλους
    The revised edition isn’t out yet.
    Η αναθεωρημένη έκδοση δε βγήκε ακόμα.
    When his secret was out
    Όταν βγήκε στη φορά το μυστικό του…
  3. βγαίνει, για τον ήλιο, το φεγγάρι ή τα αστέρια, είναι ορατά από τη γη και δεν κρύβονται από τα σύννεφα
    The moon is not out yet.
    Δε βγήκε ακόμα το φεγγάρι.
  4. βγαίνει, για φυτά ή λουλούδια
    Strawberries aren’t out yet.
    Δεν βγήκαν οι φράουλες ακόμα.
    The new roses are just out.
    Μόλις βγήκαν τα νέα τριαντάφυλλα.
  5. βγαίνει, σε ένα τέλος
    The month is nearly out.
    Κοντεύει να βγει ο μήνας.
    before the year is out - πριν βγει ο χρόνος
     συνώνυμα: over
  6. (αθλητισμός, μπέιζμπολ) όταν ένας παίκτης της ομάδας η οποία έχει σειρά την επίθεση, τίθεται «έξω παιχνιδιού» (πχ. αποτυχαίνει στο χτύπημα της μπάλας ή δεν προλαβαίνει να φτάσει σε μία από τις «βάσεις» πριν τον αγγίξει με την μπάλα ένας παίκτης της άλλης ομάδας)
  7. για ομοφυλόφιλο άτομο που έχει κάνει outing αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

out (fr)