out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
out (en)
- έξω, έξω από χώρο ή κτήριο
- βγαίνω, κάτι είναι διαθέσιμο σε όλους ή γνωστό σε όλους
- ↪ The revised edition isn’t out yet.
- Η αναθεωρημένη έκδοση δε βγήκε ακόμα.
- ↪ When his secret was out…
- Όταν βγήκε στη φορά το μυστικό του…
- ↪ The revised edition isn’t out yet.
- βγαίνει, για τον ήλιο, το φεγγάρι ή τα αστέρια, είναι ορατά από τη γη και δεν κρύβονται από τα σύννεφα
- ↪ The moon is not out yet.
- Δε βγήκε ακόμα το φεγγάρι.
- ↪ The moon is not out yet.
- βγαίνει, για φυτά ή λουλούδια
- ↪ Strawberries aren’t out yet.
- Δεν βγήκαν οι φράουλες ακόμα.
- ↪ The new roses are just out.
- Μόλις βγήκαν τα νέα τριαντάφυλλα.
- ↪ Strawberries aren’t out yet.
- βγαίνει, σε ένα τέλος
- (αθλητισμός, μπέιζμπολ) όταν ένας παίκτης της ομάδας η οποία έχει σειρά την επίθεση, τίθεται «έξω παιχνιδιού» (πχ. αποτυχαίνει στο χτύπημα της μπάλας ή δεν προλαβαίνει να φτάσει σε μία από τις «βάσεις» πριν τον αγγίξει με την μπάλα ένας παίκτης της άλλης ομάδας)
- για ομοφυλόφιλο άτομο που έχει κάνει outing αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- out (adverb, preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
out (fr)