υποχωρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχωρώ < αρχαία ελληνική ὑποχωρῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
υποχωρώ
- βαδίζω προς τα πίσω μην μπορώντας να αντέξω την εχθρική επίθεση
- ενδίδω σε μια διαμάχη ή διαπραγμάτευση, σταματώ να προβάλλω το σύνολο των απαιτήσεών μου ή τα επιχειρήματά μου, υποκύπτω και δέχομαι τις απαιτήσεις ή τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς
- Καταπιανόταν με τα δύσκολα και δεν υποχωρούσε ως να τα βγάλει πέρα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- (για κατασκευές) καταρρέω κάτω από μεγάλη πίεση
- κάνω πίσω
- μειώνομαι για χρηματικά ποσά