παίρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παίρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παίρνω < επαίρνω < αρχαία ελληνική ἐπαίρω < ἐπί + αἴρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παίρ‐νω
- τονικό παρώνυμο: περνώ
Ρήμα[επεξεργασία]
παίρνω, πρτ.: έπαιρνα, αόρ.: πήρα, παθ.φωνή: παίρνομαι, π.αόρ.: πάρθηκα, μτχ.π.π.: παρμένος
- κινώ τα χέρια μου, ώστε να κρατάω ένα αντικείμενο που δεν κρατούσα, αρπάζω ή πιάνω κάτι
- ↪ είναι καλό παιδί, παίρνει το σκουπίδι από το πάτωμα και το πετά στο καλάθι απορριμάτων
- αποκτώ κάτι από κάποιον, το κατέχω
- ↪ γιατί παίρνεις πάντα λαχανικά από το σουπερμάρκετ και όχι από τη λαϊκή;
- ↪ παίρνω τρεις βδομάδες άδεια το χρόνο ενώ ο φίλος μου ένα μήνα
- λαμβάνω, γίνομαι παραλήπτης κάποιου πράγματος
- ↪ παίρνει γράμμα από το στρατευμένο της αδερφό κάθε 2-3 μέρες
- φέρνω, έχω κοντά μου όταν πάω κάπου
- ↪ είναι λίγο ιδιόρρυθμος τύπος... πχ. παίρνει το σκύλο μαζί του και στο γραφείο
- προσλαμβάνω κάποιον για εργασία
- ↪ ποιος θα με πάρει για τη θέση χωρίς να έχω επαγγελματική εμπειρία;
- (για φάρμακο) καταπίνω, καταναλώνω
- ↪ ο πατέρας μου παίρνει 5-6 χάπια κάθε μέρα, δεν ξέρω πως τα καταφέρνει έτσι
- αντιλαμβάνομαι ή αντιμετωπίζω κάτι με ορισμένο τρόπο
- ↪ παίρνει στα σοβαρά τις σπουδές της
- ↪ μην το πάρεις προσωπικά, αλλά...
- υλοποιώ, πραγματοποιώ
- ↪ η κυβέρνηση θα πάρει πιο τολμηρά μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας
- παντρεύομαι
- ※ Θα πάρει έναν καλόν άνθρωπο, που την αγαπά και τον αγαπάει.
- Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη, 1950 [μυθιστόρημα], επανέκδοση του: «Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη» στην τριλογία Γερές και αδύναμες γενεές (1933)
- ※ Θα πάρει έναν καλόν άνθρωπο, που την αγαπά και τον αγαπάει.
- (για συγκοινωνιακό μέσο) το χρησιμοποιώ για να μετακινηθώ
- ↪ παίρνω το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ να γίνουν λήμματα, να μπουν σε αλφαβητική σειρά
- δεν παίρνω χαμπάρι
- (ευχαριστώ, αλλά) δεν θα πάρω: σχετικά πιο ευγενικός τρόπος για να εκφράσουμε τη διαφωνία μας
- παίρνω θέση: αποφασίζω για κάποιο θέμα, σχηματίζω γνώμη
- τα άλλα μέλη της ομάδας ψήφισαν κιόλας, και ακόμη να πάρει θέση ο Α.
- παίρνει ο κώλος μου αέρα
- παίρνουν τα μυαλά μου αέρα
- παίρνω αέρα
- παίρνω την πρωτοβουλία: κάνω το πρώτο βήμα, κάνω μια κίνηση χωρίς να περιμένω έγκριση από κάποιον
- τα παιδιά της δ' τάξης πήραν την πρωτοβουλία να στείλουν επιστολή στο δήμαρχο
- να σε πάρει και να σε σηκώσει!
- με παίρνει: μπορώ, έχω περιθώριο, υπάρχει η δυνατότητα
- δεν μας παίρνει να κάνουμε πίσω τώρα
- με παίρνει ο ύπνος: αποκοιμάμαι
- παρόλο που πέρασε μια πολύ κουραστική μέρα, εκείνο το βράδυ δεν τον πήρε ο ύπνος
- παίρνω στο τηλέφωνο: κάνω κλήση, τηλεφωνώ
- κάθε μέρα τον παίρνει στο τηλέφωνο -- στις 8 το πρωί -- απλώς για να ακούει τη φωνή του
- παίρνω μπρος: (για μηχανή ή συσκευή) ανοίγω, ξεκινώ
- κάτι χάλασε στο μηχανισμό και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος.
- τα παίρνω πίσω: αναιρώ κάτι που είπα, το ακυρώνω
- τα παίρνει πίσω η αντιπολίτευση, δεν θα υποστηρίξει το νομοσχέδιο
- παίρνω φόρα:
- απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
- Για να πηδήξω ψηλά, πρέπει να πάρω φόρα.
- (μεταφορικά) αποκτώ έντονη παρόρμηση επειδή πέτυχα διάφορους στόχους μου
- Ο μαθητής πήρε φόρα, τελευταία όλα τα γραπτά του είναι άριστα.
- απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
- (που) να (με) πάρει ! (η ευχή / ο διάολος): χρησιμοποιείται για να δείξει θυμό, αγανάκτηση ή απογοήτευση για κάτι που δεν έγινε όπως θα θέλαμε
- τα παίρνω (στο κρανίο): εκνευρίζομαι, θυμώνω
- Να μην ακούω τέτοια γιατί θα τα πάρω!
- παίρνω είδηση / πρέφα / χαμπάρι: αντιλαμβάνομαι ότι συνέβη κάτι / δεν παίρνω χαμπάρι
- ※ Εξεπίτηδες φώναζε δυνατά να πάρω είδηση. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- Να βρεις μια καλή κρυψώνα για να μην σε πάρει χαμπάρι.
- παίρνω σβάρνα
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός
- παίρνω τοις μετρητοίς
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παίρνω | έπαιρνα | θα παίρνω | να παίρνω | παίρνοντας | |
β' ενικ. | παίρνεις | έπαιρνες | θα παίρνεις | να παίρνεις | παίρνε | |
γ' ενικ. | παίρνει | έπαιρνε | θα παίρνει | να παίρνει | ||
α' πληθ. | παίρνουμε | παίρναμε | θα παίρνουμε | να παίρνουμε | ||
β' πληθ. | παίρνετε | παίρνατε | θα παίρνετε | να παίρνετε | παίρνετε | |
γ' πληθ. | παίρνουν(ε) | έπαιρναν παίρναν(ε) |
θα παίρνουν(ε) | να παίρνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πήρα | θα πάρω | να πάρω | πάρει | ||
β' ενικ. | πήρες | θα πάρεις | να πάρεις | πάρε | ||
γ' ενικ. | πήρε | θα πάρει | να πάρει | |||
α' πληθ. | πήραμε | θα πάρουμε | να πάρουμε | |||
β' πληθ. | πήρατε | θα πάρετε | να πάρετε | πάρτε | ||
γ' πληθ. | πήραν πήραν(ε) |
θα πάρουν(ε) | να πάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πάρει | είχα πάρει | θα έχω πάρει | να έχω πάρει | ||
β' ενικ. | έχεις πάρει | είχες πάρει | θα έχεις πάρει | να έχεις πάρει | ||
γ' ενικ. | έχει πάρει | είχε πάρει | θα έχει πάρει | να έχει πάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε πάρει | είχαμε πάρει | θα έχουμε πάρει | να έχουμε πάρει | ||
β' πληθ. | έχετε πάρει | είχατε πάρει | θα έχετε πάρει | να έχετε πάρει | ||
γ' πληθ. | έχουν πάρει | είχαν πάρει | θα έχουν πάρει | να έχουν πάρει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παίρνομαι | παιρνόμουν(α) | θα παίρνομαι | να παίρνομαι | ||
β' ενικ. | παίρνεσαι | παιρνόσουν(α) | θα παίρνεσαι | να παίρνεσαι | ||
γ' ενικ. | παίρνεται | παιρνόταν(ε) | θα παίρνεται | να παίρνεται | ||
α' πληθ. | παιρνόμαστε | παιρνόμαστε παιρνόμασταν |
θα παιρνόμαστε | να παιρνόμαστε | ||
β' πληθ. | παίρνεστε | παιρνόσαστε παιρνόσασταν |
θα παίρνεστε | να παίρνεστε | παίρνεστε | |
γ' πληθ. | παίρνονται | παίρνονταν παιρνόντουσαν |
θα παίρνονται | να παίρνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάρθηκα | θα παρθώ | να παρθώ | παρθεί | ||
β' ενικ. | πάρθηκες | θα παρθείς | να παρθείς | πάρσου | ||
γ' ενικ. | πάρθηκε | θα παρθεί | να παρθεί | |||
α' πληθ. | παρθήκαμε | θα παρθούμε | να παρθούμε | |||
β' πληθ. | παρθήκατε | θα παρθείτε | να παρθείτε | παρθείτε | ||
γ' πληθ. | πάρθηκαν παρθήκαν(ε) |
θα παρθούν(ε) | να παρθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρθεί | είχα παρθεί | θα έχω παρθεί | να έχω παρθεί | παρμένος | |
β' ενικ. | έχεις παρθεί | είχες παρθεί | θα έχεις παρθεί | να έχεις παρθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρθεί | είχε παρθεί | θα έχει παρθεί | να έχει παρθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρθεί | είχαμε παρθεί | θα έχουμε παρθεί | να έχουμε παρθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρθεί | είχατε παρθεί | θα έχετε παρθεί | να έχετε παρθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρθεί | είχαν παρθεί | θα έχουν παρθεί | να έχουν παρθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Απολεξικοποιημένα ρήματα
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)