μετακινούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετακινούμαι < παθητική φωνή του ρήματος μετακινώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.ciˈnu.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]μετακινούμαι
- τοποθετούμαι σε μια διαφορετική θέση
- ≈ συνώνυμα: μετατοπίζομαι
- ≠ αντώνυμα: μένω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετακινούμαι | μετακινούμουν | θα μετακινούμαι | να μετακινούμαι | μετακινούμενος | |
β' ενικ. | μετακινείσαι | μετακινούσουν | θα μετακινείσαι | να μετακινείσαι | ||
γ' ενικ. | μετακινείται | μετακινούνταν | θα μετακινείται | να μετακινείται | ||
α' πληθ. | μετακινούμαστε | μετακινούμασταν μετακινούμαστε |
θα μετακινούμαστε | να μετακινούμαστε | ||
β' πληθ. | μετακινείστε | μετακινούσασταν μετακινούσαστε |
θα μετακινείστε | να μετακινείστε | μετακινείστε | |
γ' πληθ. | μετακινούνται | μετακινούνταν | θα μετακινούνται | να μετακινούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετακινήθηκα | θα μετακινηθώ | να μετακινηθώ | μετακινηθεί | ||
β' ενικ. | μετακινήθηκες | θα μετακινηθείς | να μετακινηθείς | μετακινήσου | ||
γ' ενικ. | μετακινήθηκε | θα μετακινηθεί | να μετακινηθεί | |||
α' πληθ. | μετακινηθήκαμε | θα μετακινηθούμε | να μετακινηθούμε | |||
β' πληθ. | μετακινηθήκατε | θα μετακινηθείτε | να μετακινηθείτε | μετακινηθείτε | ||
γ' πληθ. | μετακινήθηκαν μετακινηθήκαν(ε) |
θα μετακινηθούν(ε) | να μετακινηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετακινηθεί | είχα μετακινηθεί | θα έχω μετακινηθεί | να έχω μετακινηθεί | μετακινημένος | |
β' ενικ. | έχεις μετακινηθεί | είχες μετακινηθεί | θα έχεις μετακινηθεί | να έχεις μετακινηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετακινηθεί | είχε μετακινηθεί | θα έχει μετακινηθεί | να έχει μετακινηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετακινηθεί | είχαμε μετακινηθεί | θα έχουμε μετακινηθεί | να έχουμε μετακινηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετακινηθεί | είχατε μετακινηθεί | θα έχετε μετακινηθεί | να έχετε μετακινηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετακινηθεί | είχαν μετακινηθεί | θα έχουν μετακινηθεί | να έχουν μετακινηθεί |