shift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shift (en)
- η βάρδια
- η ελαφρά αλλαγή
- η μετάπτωση ανέμου, διάθεσης κλπ.
- ο μηχανισμός αλλαγής ταχυτήτων στο αυτοκίνητο
- πλήκτρο στο πληκτρολόγιο γραφομηχανών και υπολογιστών για την εναλλαγή πεζών - κεφαλαίων
- (γεωλογία) η μετάπτωση
Ρήμα[επεξεργασία]
shift (en)
- αλλάζω, μεταβάλλομαι
- μετακινούμαι, αλλάζω θέση
- αλλάζω ταχύτητες στο αυτοκίνητο
- he shifted into fifth - πέρασε την πέμπτη
- μετακινώ κάτι, του αλλάζω θέση