shift

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shift shifts

shift (en)

  1. η βάρδια, ένα χρονικό διάστημα που εργάζεται μια ομάδα εργαζομένων
    an eight-hour shift - οχτάωρη βάρδια
    We work in shifts.
    Δουλεύουμε με βάρδιες.
  2. η βάρδια, οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε μια συγκεκριμένη βάρδια
    the night shift - η νυχτερινή βάρδια
  3. η ελαφρά αλλαγή
  4. η μετάπτωση ανέμου, διάθεσης κλπ.
  5. ο μηχανισμός αλλαγής ταχυτήτων στο αυτοκίνητο
  6. πλήκτρο στο πληκτρολόγιο γραφομηχανών και υπολογιστών για την εναλλαγή πεζών - κεφαλαίων
  7. (γεωλογία) η μετάπτωση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shift
γ΄ ενικό ενεστώτα shifts
αόριστος shifted
παθητική μετοχή shifted
ενεργητική μετοχή shifting

shift (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακινώ, αλλάζω, γυρίζω, κινούμαι, ή κινώ κάτι, από μια θέση ή μέρος σε μια άλλη
    The ship’s cargo shifted.
    Το φορτίο του πλοίου μετακινήθηκε.
    The wind shifted to the north.
    Ο αέρας άλλαξε/γύρισε σε βοριά.
  2. (αμετάβατο) αλλάζω, γυρίζω, για μια κατάσταση, μια γνώμη, μια πολιτική κτλ., αλλάζω από μια θέση κτλ. σε μια άλλη
    He completely shifted his policy/ideas.
    Άλλαξε εντελώς πολιτική/ιδέες.
    Suddenly the conversation shifted to politics.
    Ξαφνικά η κουβέντα γύρισε στα πολιτικά.
  3. (μεταβατικό) μεταθέτω την ευθύνη κτλ., κάνω κάποιον άλλο υπεύθυνο για κάτι που πρέπει να κάνω ή για κάτι κακό που έχω κάνει
    He tried to shift the responsibility/the blame on to me.
    Προσπάθησε να μεταθέσει την ευθύνη/το φταίξιμο σε μένα.
  4. (αμετάβατο, αμερικανική σημασία) περνάω, βάζω, αλλάζω ταχύτητες στο αυτοκίνητο
    He shifted into fifth.
    Πέρασε την πέμπτη.
    I shift into first/second.
    Βάζω πρώτη/δεύτερη.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη move

Πηγές[επεξεργασία]