ταχύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχύτητα < αρχαία ελληνική ταχυτής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχύτητα θηλυκό
- (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος που ισούται με την απόσταση που διανύει ένα κινούμενο σώμα στη μονάδα του χρόνου
- το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα 50 χιλιόμετρα την ώρα
- η ιδιότητα του γρήγορου, η γρηγοράδα
- μηχανισμός μετάδοσης της κίνησης σε κινητήρες αυτοκινήτων, μοτοσικλετών
- ο οδηγός έβαλε την πρώτη ταχύτητα και ξεκίνησε