gear
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Παράγωγα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
gear
gears
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
gear
(en)
η
ταχύτητα
(
μη
μετρήσιμο
) ο
εξοπλισμός
⮡
climbing
gear
- ορειβατικός
εξοπλισμός
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
equipment
Παράγωγα
[
επεξεργασία
]
gear up
Πηγές
[
επεξεργασία
]
gear
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Azərbaycanca
বাংলা
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lombard
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
ဘာသာမန်
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文