gear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gear | gears |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gear (en)
- η ταχύτητα
- ο εξοπλισμός
ενικός | πληθυντικός |
gear | gears |
gear (en)