gear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gear gears

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gear (en)

  1. η ταχύτητα
  2. (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός
    ⮡  climbing gear - ορειβατικός εξοπλισμός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη equipment

Παράγωγα

[επεξεργασία]