take

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʰeɪk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
take takes

take (en)

  1. πάρσιμο
  2. άποψη, γνώμη, προσέγγιση σ' ένα θέμα
  3. (για μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση, ή εκτέλεση έργου) η φορά που πραγματοποιείται

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας take
γ΄ ενικό ενεστώτα takes
αόριστος took
παθητική μετοχή taken
ενεργητική μετοχή taking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

take (en)

  1. (μεταβατικό) παίρνω, λαμβάνω
    She took the baby in her arms.
    Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της.
     συνώνυμα: hold
  2. (μεταβατικό) πιάνω
    Take the basket please!
    Πιάσε το καλάθι σε παρακαλώ!
     συνώνυμα: grab, grasp
  3. (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ μια περιοχή
    I take a country.
    Κυριεύω μια χώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conquer
  4. (μεταβατικό) πηγαίνω, οδηγώ κάποιον κάπου
    I will take you home.
    Θα σε πάω σπίτι.
    Take the dog out.
    Πήγαινε έξω το σκυλί.
     συνώνυμα: see, show, lead
  5. (μεταβατικό) περνάω, καταλαβαίνω ή θεωρώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    I took him for your brother.
    Τον πέρασα για τον αδελφό σου.
    At first I took him for a fool.
    Στην αρχή τον πέρασα για βλάκα.
    Do you take me for a fool, or what?
    Δε μου λες, για χαζό με περνάς;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

phrasal verbs:

light verbs:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]